σιγουράντζα

σιγουράντζα
η, Ν
(ξεν.) σιγουριά, ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. seguranza].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιγουράντζα — η (λ. ιταλ.), σιγουριά: Νοιάζεται μόνο για τη σιγουράντζα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”